433
Μερη και οροι του αλυσοπριονου
Αλυσοπριονο CS1500-092
Μερη και οροι του αλυσοπριονου
Οδηγός ευθυγράμμισης: Η προεξοχή της ειδικής
διάταξης τεντώµατος της αλυσίδας για να εφαρµόζει
µε ακρίβεια η λάµα στη κινητήρια µονάδα.
Αυτόματη αντλία λαδιού: Το εξάρτηµα που λιπαίνει
αυτόµατα την αλυσίδα και την λάµα.
Πλάκα ευθυγράμμισης: Η ειδική διάταξη που
εξασφαλίζει την σωστή ευθυγράµµιση της λάµας
πάνω στο αλυσοπρίονο.
Υποδοχή λάμας: Η οπή της λάµας που εφαρµόζει
στον οδηγό ευθυγράµµισης και στον πείρο σύνδεσης.
Ζώνη ασφαλείας: Ένας κύκλος διαµέτρου m (
ft) γύρω από τον χρήστη του αλυσοπρίονου, µέσα
στον οποίο πρέπει να αποφεύγεται η παρουσία άλλων
ατόµων, παιδιών και κατοικίδιων.
Φρένο αλυσίδας: Διάταξη για την ακινητοποίηση
και κλείδωµα της αλυσίδας, η οποία ενεργοποιείται
χειροκίνητα ή αυτόµατα σε περίπτωση κλωτσήµατος.
Ασφάλεια συγκράτησης αλυσίδας: Το εξάρτηµα
για την συγκράτηση της αλυσίδας, σε περίπτωση
σπασίµατος ή αποπροσάρτησης της από τη λάµα.
Πάχος αλυσίδας: Το πάχος των οδηγών της
αλυσίδας, που κινούνται εντός του αυλακιού της
λάµας και υποδεικνύεται από τον αριθµό που βρίσκεται
«χτυπηµένος» πάνω στους οδηγούς.
Βήμα αλυσίδας: Η απόσταση µεταξύ διαδοχικών
πριτσινιών διαιρεµένη δια δύο (). Υποδεικνύεται από
τον αριθµό που βρίσκεται «χτυπηµένος» πάνω στους
οδηγούς.
Κινητήρια μονάδα: Το αλυσοπρίονο χωρίς τη λάµα
και την αλυσίδα.
Εντατήρας αλυσίδας: Εξάρτηµα προσαρµοσµένο στο
πίσω άκρο της λάµας µε το οποίο, περιστρέφοντας το,
ρυθµίζεται το τέντωµα της αλυσίδας.
Κοχλίας εντατήρα: Ο κοχλίας πάνω στο πλαϊνό
κάλυµµα, που περιστρέφεται και ρυθµίζει το τέντωµα
της αλυσίδας.
Οδηγοί αλυσίδας: Το τµήµα της αλυσίδας, σε σχήµα
πτερυγίου, που βρίσκεται εντός του αυλακιού της
λάµας.
Γρανάζι Καμπάνας: Το εξάρτηµα που κινεί την
αλυσίδα και έχει σχήµα γραναζιού.
Ωφέλιμο μήκος κοπής: Η απόσταση µεταξύ του
οδοντωτού προφυλακτήρα, που βρίσκεται στη βάση
της κινητήριας µονάδας, έως την άκρη της µύτης της
λάµας.
Τελική κοπής ρίψης: Η τελευταία κοπή που
πραγµατοποιείται, από την αντίθετη πλευρά από τις
υπόλοιπες κοπές, για την ρίψη του δένδρου.
Μπροστινή λαβή: Η λαβή που βρίσκεται στο
εµπρόσθιο τµήµα του αλυσοπρίονου και κρατείται µε
το αριστερό χέρι.
Μοχλός φρένου: Λειτουργεί, πέρα από την
ενεργοποίηση του φρένου, και ως προστατευτικό για
την µπροστινή λαβή από την αλυσίδα.
Λάμα: το εξάρτηµα πάνω στο οποίο κινείται η αλυσίδα.
Κάλυμμα λάμας: Το πλαστικό κάλυµµα που
προστατεύει την λάµα και την αλυσίδα όταν το
αλυσοπρίονο δε χρησιµοποιείται.
Κλώτσημα: Η βίαιη οπίσθια ή/και προς τα πάνω
κίνηση της λάµας, ως αποτέλεσµα της επαφής, της
άνω επιφάνειας της µύτης της λάµας, µε κάποιο
αντικείµενο, κλαδί ή κορµό δένδρου.
Αλυσίδα χαμηλού κλωτσήματος: Μία αλυσίδα που
πληρεί τις προϋποθέσεις χαµηλού κλωτσήµατος, ANSI
B και CSA Z
Κάλυμμα κινητήρα: Το πλαστικό κάλυµµα της
κινητήριας µονάδας.
Πείρος σύνδεσης: Η βίδα που βρίσκεται στη βάση της
πλάκας ευθυγράµµισης και περνά από την υποδοχή
της λάµας.
Τομή κατεύθυνσης: Η κατάλληλη τοµή στο δένδρο, η
οποία και καθορίζει την κατεύθυνση της ρίψης.
Οπίσθια λαβή: Η λαβή στήριξης που υπάρχει στο
πίσω µέρος της κινητήριας µονάδας και κρατείται µε
το δεξί χέρι.
Προστασία οπίσθιας λαβής: Κατάλληλη διάταξη
ικανή να προστατεύσει το δεξί χέρι του χρήστη σε
περίπτωση που η αλυσίδα για κάποιο λόγο σπάσει ή
φύγει από τη λάµα.
Λάμα μειωμένου κλωτσήματος: Λάµα µε µέγιστη
ακτίνα µύτης όπως περιγράφουν οι προδιαγραφές
ANSI B και CSA Z , ειδικά σχεδιασµένη για να
µειώνει την πιθανότητα κλωτσήµατος.
Αλυσίδα αλυσοπρίονου: Ο βρόγχος που φέρει δόντια
κοπής και κινείται πάνω στη λάµα µε την βοήθεια της
κινητήριας µονάδας. Πολλές φορές καλείται απλώς
«αλυσίδα»
Πλαϊνό κάλυμμα: Το πλαστικό κάλυµµα που
βρίσκεται στη κινητήρια µονάδα και καλύπτει το
γρανάζι και τον εντατήρα της λάµας. Αφαιρείται µέσω
της βίδας απελευθέρωσης του πλαϊνού καλύµµατος.
Γλωττίδα πλαϊνού καλύμματος: Η προεξοχή στο πλαϊνό
κάλυµµα που χωράει µέσα σε εγκοπή στην κινητήρια
κεφαλή. Χρησιµοποιήστε την για να ευθυγραµµίσετε
σωστά το πλαϊνό κάλυµµα κατά την εγκατάσταση.
Οδοντωτός προφυλακτήρας: Κατάλληλη οδοντωτή
διάταξη, τοποθετηµένη στο εµπρόσθιο µέρος της
κινητήριας µονάδας, που λειτουργεί ως µοχλός
περιστροφής, όταν είναι σε επαφή µε τον κορµό ή
κάποιο κούτσουρο, διευκολύνοντας την κοπή.
Γάντζος προσάρτησης καλωδίου: Γάντζος στην
πίσω λαβή, στον οποίο αγκιστρώνεται το καλώδιο,
ώστε να µην αποσυνδέεται κατά την διάρκεια της
λειτουργίας του αλυσοπρίονου.
Ασφάλεια γκαζιού: Κινούµενη ασφάλεια που
αποτρέπει τη ακούσια λειτουργία του διακόπτη
γκαζιού, έως ότου ενεργοποιηθεί χειροκίνητα.
Διακόπτης γκαζιού: Ένας διακόπτης που ενεργοποιεί
και απενεργοποιεί το αλυσοπρίονο.
Αναλώσιμα: Μέρη του αλυσοπρίονου, όπως η λάµα
και η αλυσίδα, που φθείρονται κατά τη χρήση και
µπορούν να αντικατασταθούν από το χρήστη.